- πιθηκίζω
- πιθηκίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… … Dictionary of Greek
πιθηκίζω — μιμούμαι όπως ο πίθηκος, μαϊμουδίζω: Πολλοί πιθηκίζουν τους τρόπους των ξένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… … Dictionary of Greek
υποπιθηκίζω — Α [πιθηκίζω] πιθηκίζω σε μικρό βαθμό … Dictionary of Greek
μαϊμουδίζω — 1. μιμούμαι τη μαϊμού, πιθηκίζω 2. κάνω ακριβώς ό,τι κάνει κάποιος, μιμούμαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες] … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
μαϊμουδίζω — 1. αμτβ., μιμούμαι τις μαϊμούδες, πιθηκίζω. 2. μτβ., μιμούμαι κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεπιθήκισεν — διά πιθηκίζω play the ape aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)